Άρήνη
Η Αρήνη έχει να μας δείξει αρκετά γεωγραφικά και λαογραφικά στοιχεία στα οποία και θα αναφερθούμε. Από γεωγραφικής πλευράς, προς τα δυτικά και σε μικρή απόσταση από το χωριό συναντώνται τα δύο ορμητικά ποτάμια που γεμίζουν με νερό το χειμώνα, ο Άνιγρος που πηγάζει από την περιοχή του χωριού Τρύπες (Χρυσοχώρι) και ρέει δυτικά και το Γολεμέϊκο που πηγάζει από την περιοχή των Ροδινών (Γολέμι) και ρέει από ΝΑ προς Β, μέχρι την ένωση του με τον Άνιγρο. Και τα δύο ποτάμια σε απόσταση ενός χιλιομέτρου περίπου από την ένωση τους, δέχονται και τα νερά του ποταμού Μποκαρίνου που πηγάζει από το χωριό Σμέρνα και ρέει από Β προς Ν. Ο Μποκαρίνος είναι λέξη λατινική και σημαίνει «Στόμιο πευκώνα». Κατ’άλλη εκδοχή η περιοχή Μποκαρίνος πήρε το όνομα κάποιου Ιταλού μηχανικού που έφτιαξε εκεί το γεφύρι.
Περνώντας το γεφύρι του Μποκαρίνου και κατευθυνόμενοι προς την Αρήνη μετά τα ελαιοτριβεία, συναντάμε το νέο γεφύρι του Σκουτέρη (την ονομασία την πήρε από την οικία που υπάρχει παραπλεύρως από το γεφύρι), όπου αν σταματήσουμε μπορούμε να δούμε δίπλα ακριβώς και το παλιό γεφύρι, από το οποίο ο περιηγητής μπορεί να ξεκινήσει τον περίπατο του στο Φαράγγι της Αρήνης με τα υπέροχα νερά, την θαυμάσια μορφολογία του εδάφους αλλά και το καταπληκτικό τοπίο.
Κατά μήκος του ποταμού Ανίγρου στην περιοχή Αρήνης λειτουργούσαν με τα νερά του από τα παλιά χρόνια τρεις ιδιόκτητοι νερόμυλοι του Γεωργάκη Νικολακόπουλου και Φώτη Μισιχρόνη ο πρώτος. Του Γεωργάκη Νικολακόπουλου και Μιχαλάκη Πολυχρονόπουλου ο δεύτερος και ο τρίτος του Κωνσταντή Νικολακόπουλου. Από ιστορικές πηγές μαθαίνουμε ότι τον 19ο αιώνα άλεθαν 4 μύλοι εκ των οποίων τρεις ήταν νερόμυλοι και ο ανεμόμυλος. Φαίνεται ότι κατά τη θερινή περίοδο δεν λειτουργούσαν πάντα οι νερόμυλοι, είτε γιατί στέρευαν τα νερά των ποταμών, είτε γιατί λιγόστευαν με το πότισμα των χωραφιών και οι κάτοικοι του χωριού και της γύρω περιοχής άλεθαν τα σιτηρά τους στον ανεμόμυλο. Από τους τέσσερις μύλους, ο ανεμόμυλος του οποίου τα ερείπια σώζονται μέχρι και σήμερα δεν εξακριβώθηκε μέχρι πότε λειτούργησε και από ποια αίτια καταστράφηκε. Οι τρεις νερόμυλοι λειτούργησαν μέχρι και τη δεκαετία του 1950 και με τελευταίους ιδιοκτήτες ο πρώτος κοντά στη Σπηλιά με ιδιοκτήτη το Θανάση Φλώρο και ήταν γνωστός με το όνομα «Μύλος του Βίτσα», ο δεύτερος που ήταν στη μέση των δύο άλλων λεγόταν «Μεσιανομύλος» όπως λέγεται και σήμερα ακόμα η περιοχή που βρισκόταν, με ιδιοκτήτη τον Θοδωρή Βασιλόπουλο (Μπαρμπαθοδωρή) και ο τρίτος που βρισκόταν στην Καταλάτσα και βγήκε σε αχρηστία πολύ νωρίτερα από τους άλλους δυο.
Στο χωριό υπήρχαν και δύο μυλόπετρες χειρός που χρησίμευαν για να αλέθουν αλάτι και σιτάρι.Η μια μυλόπετρα βρισκόταν λίγο πιο πάνω από το κοινοτικό γραφείο και η άλλη βρίσκεται ακόμα και στις μέρες μας στο κάτω μέρος του χωριού μετά την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής.
Ντριβάλα
Σε κοντινή απόσταση από το χωριό, δεξιά και αριστερά του ασφαλτοστρωμένου δρόμου που διέρχεται από την Αρήνη και συνδέει την Ανδρίτσαινα με τη Ζαχάρω , υπάρχουν οι μικροοικισμοί Μάμα Βρύση ή Πρασσαίϊκα (η βρύση πήρε το όνομα της από κάποιον Μαμά που είχε εκεί αμπέλι), Σπηλιά ή Κοπανιτσαναίϊκα, Μποκαρίνος, Λεύκια ή Δαλιαναίϊκα, Άη Νικόλας και Παναγουλαίϊκα ή Γαλαναίϊκα. Κατά μήκος του δρόμου υπάρχουν και άλλες διάσπαρτες οικογένειες. Υπολογίζεται ότι περισσότερες από 30 οικογένειες διαμένουν εκτός του χωριού, για να είναι κοντά στα κτήματα τους.
Ο δρόμος Ζαχάρως-Αρήνης-Ανδρίτσαινας διασταυρώνεται στην περιοχή Αρήνης και με άλλους δρόμους που οδηγούν στα γύρω χωριά: Ροδινά, Κωστομέρα, Κουμουθέκρα, Μάκιστο και Σμέρνα. Όπως προείπαμε μέσα στα όρια της κοινότητας Αρήνης υπάρχουν και τα τοπωνύμια: "Φούρνοι", "Σκόζες", και "Καλουπάκια". Κατά την τοπική παράδοση, στις τοποθεσίες αυτές στα πολύ παλιά χρόνια γινόταν κατεργασία ψευδάργυρου (τσίγκου).
Αρίτσα
Νοτιοδυτικά του χωριού και πολύ κοντά στον Ανεμόμυλο υπάρχει μικρός λοφίσκος, που φέρει το όνομα Αρίτσα, από τη γριά βελανιδιά που υπήρχε στη θέση αυτή για πολλά χρόνια.
Η αλάνα της Αρίτσας
Η Αρίτσα έχει και αυτή τη δική της ιστορία, που συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με τη λαογραφία (ήθη, έθιμα) του χωριού. Από την Αρίτσα η θέα του χωριού είναι συναρπαστική, οι νεαροί έφηβοι και καμιά φορά και μεγάλοι έφηβοι τραγουδούσαν τις καλύτερες απογευματινές και βραδυνές καντάδες, σαν να βρισκόντουσαν στη "Σκάλα του Μιλάνου", στέλνοντας ερωτικά μηνύματα στις νεαρές κοπελιές του χωριού, που στο άκουσμα τους παράταγαν κάθε σπιτική δουλειά και έτρεχαν με τις στάμνες για νερό στη βρύση! Αυτό ήταν και το σύνθημα ότι τα μηνύματα έφτασαν στον προορισμό τους, έγιναν δεκτά και καθεμιά χωριστά έκρινε ανάλογα για τον εαυτό της.
Η Αρίτσα δεν ήταν μόνο τόπος εκπομπής ερωτικών μηνυμάτων των νέων, αλλά και τόπος διασκεδάσεως στα παλιά χρόνια.Κάθε χρόνο, την καθαρή Δευτέρα και όλη την άνοιξη, έδινε κι έπαιρνε το παιχνίδι με τους χαρταετούς που ξεπερνούσαν σε ύψος και αυτόν τον Ανεμόμυλο.Τότε, όμως, που γνώριζε ημέρες "δόξας" η Αρίτσα, ήταν το Πάσχα. Όλη η Μεγάλη Εβδομάδα, μέχρι και τη Μεγάλη Πέμπτη, περνούσε με ελαφρύ οπλισμό (τα τρίγωνα).Τη Μεγάλη Παρασκευή και το Μεγάλο Σάββατο, η γιορταστική ατμόσφαιρα άλλαζε και γινότανε πιο σοβαρή, γιατί έμπαιναν σε ενέργεια τα σφαιροκούμπουρα, "σωστά αυτόματα".Την πρώτη θέση κατείχαν οι Κοπανιτσαναίοι, οι Παναγουλαίοι και οι Γαλαναίοι, που είχαν αποκτήσει ειδικότητα σ'αυτά.Τις καλύτερες όμως τεχνικές προδιαγραφές στα σφαιροκούμπουρα είχε επινοήσει ο Ταξιάρχης Γκούτης, ενώ στα τρίγωνα (δυναμίτες), ο παπα-Σπύρος (στη νεαρή του ηλικία) και οι Νταγκαίοι Νίκος, Κώστας και Λάμπρος. Οι πρωταγωνιστές της μάχης χωρίζονταν σε δύο ομάδες.Η μία είχε για οχυρό το Κομπόρι και η άλλη την Αρίτσα.Με την έξοδο και περιφορά του Επιτάφιου και το Μεγάλο Σάββατο τη νύχτα με το Χριστός Ανέστη γινότανε σωστό πανδαιμόνιο.Τις ομοβροντίες της Αρίτσας ανταπέδιδε με ομοβροντίες η ομάδα του Κομποριού.Έτσι η Αρήνη έδινε την εντύπωση ότι βρισκότανε στην πρώτη γραμμή του Μετώπου, μεταξύ δύο πυρών.Αλλά και μέσα στο χωριό δούλευε αδιάκοπα το λιανοντούφεκο.Έτσι η Αρίτσα έζησε από κοντά τα ήθη και έθιμα του χωριού, τους παλμούς και τα χτυποκάρδια της νεολαίας κάθε εποχής, γεγονότα ευχάριστα ή δυσάρεστα από τη ζωή των Αρηναίων και το ιστορικό ολοκαύτωμα του χωριού από τους Τούρκους.
Παραγωγή
Τα προϊόντα που παράγει η περιοχή της Αρήνης είναι δημητριακά, εσπεριδοειδή και λάδι. Στα παλιά χρόνια είχε αναπτυγμένη κτηνοτροφία και από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τις αρχές του 20ου κατά μήκος του δρόμου (όπως ήταν τότε) προς Αρήνη, ήταν κατάφυτα από μουριές και όλο το χωριό ασχολείτο με την σηροτροφία (παραγωγή μεταξιού). Στη θέση Πρασά γεφύρι στις Βίγλες λίγο πιο κάτω από του Βίτσα το μύλο, την ίδια εποχή υπήρχε Γαλαρία-Ορυχείο (γι'αυτό και τα βυθίσματα στην περιοχή) που εξορυσσόταν κάρβουνο (γαιάνθρακας). Μετά την πρόχειρη κατεργασία μεταφερόταν στον σταθμό του τρένου στη Ζαχάρω, μέσω μικρού βαγονέτου κυλιόμενου σε ράγες και το χρησιμοποιούσαν ως καύσιμη ύλη για την κίνηση των τρένων. Στη θέση Χαντάκια το έτος 1956 διανοίχτηκε γαλαρία που εξορυσσόταν κάρβουνο (γαιάνθρακας) για δύο-τρία χρόνια. Η μεταφορά στο τρένο γινόταν με φορτηγό αυτοκίνητο. Μετά τα Χαντάκια τα ίδια συνεργία συνέχισαν τις εξορύξεις κάρβουνου στον Ασήκελο για άλλα δύο-τρία χρόνια. Εκεί υπάρχουν ακόμα οι φυρές ( παλιά γαλαρία). Εκείνες τις εποχές, δόθηκε η ευκαιρία στους συγχωριανούς μας και δούλεψαν και ανέβασαν κάπως τα οικονομικά τους.
Η οικονομική καχεξία του παρελθόντος ανάγκασε πολλούς κατοίκους του χωριού να ξενιτευτούν και να ζητήσουν την τύχη τους στην Αθήνα και στο εξωτερικό. Πολλοί έχουν εγκατασταθεί στις ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία και Γερμανία, όπου πέτυχαν λαμπρή σταδιοδρομία. Αλλά και πολλοί Αρηναίοι σήμερα, εργατικοί και δραστήριοι, έχουν σταδιοδρομήσει στο εσωτερικό της χώρας είτε σαν επιχειρηματίες, βιοτέχνες και έμποροι στην ιδιωτική οικονομία, είτε σαν στρατιωτικοί και πολιτικοί υπάλληλοι και λειτουργοί στον ευρύτερο Δημόσιο χώρο. Άλλοι απ'αυτούς είναι στρατιωτικοί βαθμοφόροι εν ενεργεία ή αποστρατεία και άλλοι (εν ενεργεία ή συνταξιούχοι) διευθυντές, υποδιευθυντές και στελέχη της Δημόσιας Διοίκησης και των Δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών. Αρκετοί κατόρθωσαν να εξελιχθούν ως τις ανώτατες και ανώτερες και ανώτερες βαθμίδες της στρατιωτικής και υπαλληλικής ιεραρχίας .
Διασκέδαση
Από τα παλιά τα χρόνια στο χωριό διοργανωνόταν πανηγύρι το οποίο γινόταν στις 21 Μαΐου ανήμερα του Αγίου Κωνσταντίνου και σχεδόν πάντα είχαμε ορχήστρες περισσότερες από μία και σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους. Αξέχαστη θα μείνει και η ιστορική δημοτική ορχήστρα του χωριού γνωστή στην επαρχία Ολυμπίας Αρηναίϊκο TrioBelcando (Τρίο Μπελκάντο) όπως θα το ονομάζαμε σήμερα, με τους αξέχαστους κλαριτζή Μήτσο Μάλλιο ή Ηλιόπουλο, τον βιολιτζή Παρασκευά Δανέ και τον καλλίφωνο τραγουδιστή και λαουτιέρη-κιθαρίστα Νιόνιο Μισιχρόνη. Στις μέρες μας στο χωριό το πανηγύρι διοργανώνεται στις 15 Αυγούστου όπου οι κάτοικοι του χωριού βρίσκουν την ευκαιρία να δείξουν στους ξένους επισκέπτες τα πατροπαράδοτα και φιλόξενα αισθήματα τους.
Τα έθιμα του γάμου
Το ωραιότερο όμως από τα έθιμα ήταν η γαμήλια τελετή. Ο γάμος γινόταν μετά από προξενιό ή αλληλοαπαγωγή των ερωτευμένων, όταν οι γονείς του ενός ή και των δύο δεν συνηγορούσαν για το γάμο. Οι γάμοι τελούνταν πάντα Σαββατοκύριακο και ήταν μία ολόκληρη και κουραστική ιεροτελεστία. Η γαμήλια τελετή άρχιζε την Παρασκευή και τελείωνε την Δευτέρα και καμιά φορά και Τρίτη. Την Παρασκευή συγγενείς και φίλοι του ζευγαριού με γαμήλια τραγούδια έντυναν τα προικιά της νύφης, παπλώματα, στρώματα, μαξιλάρια και τα συσκευάζανε κατάλληλα για να μεταφερθούν την Κυριακή με τα ζώα στο σπίτι του γαμπρού. Ανταλλάσανε και τις περίφημες κουλούρες (γλυκόψωμα) που συμβόλιζαν το νέο δεσμό των δύο οικογενειών των μελλονύμφων. Το Σάββατο το βράδυ, γινόταν στο σπίτι της νύφης, με γλέντια και ξεφαντώματα το αποχαιρετιστήριο τραπέζι, στο οποίο έπαιρναν μέρος όλοι οι καλεσμένοι. Ο γαμπρός έστελνε αντιπρόσωπο του, τον "φορτωματιάρη". Έτσι τον έλεγαν γιατί πήγαινε στους συμπεθέρους φορτωμένο σ'ένα ζώο το "κανίσκι" του γαμπρού από κρέατα και κρασιά για το αποχαιρετιστήριο τραπέζι. Ο φορτωματιάρης έπρεπε να είναι δυνατός στο ποτήρι, γιατί οι καλεσμένοι της νύφης προσπαθούσαν να τον μεθύσουν. Την Κυριακή η γαμήλια τελετή έφτανε στο αποκορύφωμα της. Οι καλεσμένοι του γαμπρού, δηλαδή οι συμπέθεροι με συνοδεία δημοτικών τραγουδιών μουσικών οργάνων ξεκινούσαν με τον κουμπάρο, καβάλα στα ζώα τους με τις πλουμιστές κουβέρτες, να πάνε να φέρουν τη νύφη. Αν η νύφη ήταν από άλλο χωριό το συμπεθεριό σχημάτιζε ένα είδος πομπής. Όταν το συμπεθεριό έφτανε στο σπίτι της νύφης, σταματούσαν τα γλέντια και όλοι οι καλεσμένοι του ζευγαριού το συνόδευαν στην εκκλησία, όπου ο πατέρας παρέδιδε τη νύφη στο γαμπρό και αυτός την υποδεχόταν με λουλούδια και φιλιά. Ακολουθούσε το μυστήριο του γάμου και έπειτα από τις ευχές ο χορός έξω από την εκκλησία με δημοτικά τραγούδια. Το χορό έσερναν πρώτοι οι νιόπαντροι, υποβασταζόμενοι από τον κουμπάρο. Στη συνέχεια η νύφη αποχαιρετούσε τους γονείς της και τους συγγενείς, ανέβαινε στο άσπρο άλογο και πίσω της ακολουθούσε ο γαμπρός με άλλο άλογο και ξωπίσω τους ο κουμπάρος και όλη η πομπή ξεκινούσε επιστρέφοντας στο σπίτι του γαμπρού με τραγούδια και χαρές. Η νύφη έπρεπε να μπει στην πόρτα του σπιτιού με το δεξί και να πατήσει πάνω σε ένα σιδερένιο κομμάτι. Το ίδιο έκανε και ο γαμπρός για να είναι η ζωή τους πάντα σιδερένια. Μετά ακολουθούσε το γλέντι το οποίο ήταν ολονύκτιο με άφθονα φαγητά. Το κέφι φούντωνε και έμπαιναν σε κυκλοφορία από τον κουμπάρο τα περίφημα "ποτηράκια". Ήταν 5-6 μικρά ποτήρια γεμάτα κρασί και κάθε καλεσμένος έπρεπε να τα χαιρετίσει και να τα πιει όλα υπέρ υγείας των νεονύμφων, των πεθερικών, του κουμπάρου, των καλεσμένων κ.λ.π και να τα δώσει με χαιρετισμό σ'άλλον καλεσμένο. Τη Δευτέρα το πρωί αφού ξυπνούσε το ζευγάρι η νύφη με τη συνοδεία των συγγενών και με τραγούδια πήγαινε να φέρει από τη βρύση νερό για πρώτη φορά στο νέο σπίτι της. Εκεί τους κερνούσε όλους γλυκά και εισέπραττε τις επιβαλλόμενες ευχές. Με τη φάση αυτή η γαμήλια τελετή έφτανε στο τέλος της.